αντιλάλημα

αντιλάλημα
αντιλάλητό τό , αντιλάλιά η см. αντίλαλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αντιλάλημα" в других словарях:

  • αντιλάλημα — το 1. αντήχηση, αντίλαλος 2. λάλημα πετεινού μετά από λάλημα άλλου …   Dictionary of Greek

  • αντήχηση — η ο ήχος που προέρχεται από ανάκλαση, ηχώ, αντιλάλημα: Η αντήχηση που έφτανε στ αυτιά τους ήταν αρκετά δυνατή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίλαλος — αντίλαλος, ο και αντιλάλημα, το και αντιλαλιά, η και αντιλαλητό, το ηχώ, αντήχηση: Ο αντίλαλος από τις φωνές έφτασε και στα αυτιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»